- ἐπισκίασμα
- ἐπισκίασμαshadowneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επισκίασμα — ἐπισκίασμα, τὸ (Α) [επισκιάζω] 1. η επισκίαση 2. το σκοτάδι, όταν γίνεται έκλειψη … Dictionary of Greek
ἐπισκιασμάτων — ἐπισκίασμα shadow neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιάσματι — ἐπισκίασμα shadow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισκιάσματος — ἐπισκίασμα shadow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)